- καρφωτός
- -ή, -όεπιρρ. -ά καρφωμένος: Οι σόλες είναι καρφωτές.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καρφωτός — ή, ό (Μ καρφωτός, ή, όν) [καρφώνω] ο συνδεδεμένος με καρφιά, ο καρφωμένος νεοελλ. 1. μπηγμένος απότομα και βίαια, όπως το καρφί 2. στερεά συνδεδεμένος σαν να ήταν με καρφιά 3. αυτός που γίνεται για «κάρφωμα», για κατάδοση («καρφωτή πληροφορία»).… … Dictionary of Greek
ακάρφωτος — η, ο [καρφωτός] αυτός που δεν είναι καρφωμένος, δεν είναι στερεωμένος με καρφιά … Dictionary of Greek
πασσαλευτός — ή, όν, Α [πασσαλεύω] καρφωτός, καρφωμένος … Dictionary of Greek
περαστός — ή, ό 1. ο περασμένος πέρα πέρα, αλλιώς κλειδωτός (όχι καρφωτός). 2. ο περασμένος από τρυπητή, ο σουρωμένος, ο στραγγισμένος: Το φαγητό γίνεται με περαστή ντομάτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)